ἀκαιρολογία

ἀκαιρολογία
ἀκαιρολογίᾱ , ἀκαιρολογία
fem nom/voc/acc dual
ἀκαιρολογίᾱ , ἀκαιρολογία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκαιρολογίᾳ — ἀκαιρολογίᾱͅ , ἀκαιρολογία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαιρολογία — η (Α ἀκαιρολογία) [ἀκαιρολόγος] άκαιρη ομιλία, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • ακαιρολογία — η άκαιρη ομιλία, φλυαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαιρολογίας — ἀκαιρολογίᾱς , ἀκαιρολογία fem acc pl ἀκαιρολογίᾱς , ἀκαιρολογία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρολογίαν — ἀκαιρολογίᾱν , ἀκαιρολογία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρολογίαις — ἀκαιρολογία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BATTUS — I. BATTUS ineptus Poeta, qui in carmine conficiendo eadem saepius repetebat; unde Βαττολογία, inepta verborum redundantia, seu eiusdem rei vitiosa repetitio. Suidas, Βαττολογία, ἡ πολυλογία, ἀπὸ Βάττου τινὸς μακροὺς, καὶ πολυςτίχους ὕμνους… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ακαιρολόγος — ο, η (Α ἀκαιρολόγος, ον) αυτός που μιλά σε ακατάλληλες περιστάσεις, ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + λογος < λέγω. ΠΑΡ. ακαιρολογία μσν. νεοελλ. ακαιρολογώ] …   Dictionary of Greek

  • ακαιρομυθία — η [ακαιρόμυθος] η ακαιρολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”